Monday, June 9, 2008

EPIROTES ON THE ANCIENTS

Αντιλήψεις Ηπειρωτών για τους αρχαίους Έλληνες - του Δρ Κώστα Βίτκου

1. Αφηγήσεις
«Στου Βερνίκου το κάστρο κατοικούσαν οι Έλλενοι, ανθρώποι άξιοι και πολύ δυνατοί. Μπροστά τους εμείς φαινόμασταν μύγες. Όντας φλανηκε η καινούργια πλάση, έζηε ακόμα ένας απ’ αυτουνούς τους Έλλενους, που δεν ήγλεπε, ήταν γκαβός. Μαζώχτηκαν οι-γ-ανθρώποι και τον κοίτααν. Είχε κάτι ποδάρες, κάτι χερούκλες, τέτοιες για! – Για δομούτε το χέρι, τους λέει αυτός, να ιδώ τη δύναμή σας. Οι ανθρώποι τόδωκαν το γυνί. Το ’πεκ’ αυτός με το χέρι του και το λύισε. – Είστε, τους είπε – γιατί πήρε το γθνί για χέρι – δυνατοί και σεις, αλλ’ εμείς ήμασταν αξιότεροι» (Βερνίκο Ιωαννίνων, 20ος αι.). Δομούτε =δώστε μου, ’πεκε = το έπιασε.

«Για είναι Καστρί πόχει πέτρες θεριές, χτισμένες μια αχπάνου στην άλλη. Αυτά τα ’φτιαννα άλλο σόι κόσμος και που δεν τους γέννησε μάνα. Αυτοί ήταν από τους παλιούς Έλληνες» (Απλουχώρι Ιωαννίνων, 20ος αι.). Καστρί =Δωδώνη.

«Οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ μεγάλοι άνθρωποι, το κεφάλι τους έφτανε ως τα σύννεφα. Ήταν ψηλότεροι και χοντρότεροι από το βουνί της Σιούτιστας. Όταν έχτιζαν τα κάστρα που φαίνονται ακόμα στην Κρετσούνιτσα και στη Βελτσίστα, άπλωνε ο ένας το χέρι του από την Κρετσούνιστα και ο άλλος από τη Βελτσίστα και εδανείζονταν τα σύνεργά τους. Τότες που ζούσαν οι Έλληνες δεν χρειάζονταν γιοφύρια, γιατί αυτοί πηδούσαν τον Καλαμά σαν που πηδούμε εμείς σήμερα τες αυλακιές στο χωράφι. Φώναζαν από δω κι απηλογιόνταν από την Άρτα. Με εκατό δρασκελιές πάγαιναν από δω ως τα Γιάννενα. Όταν πολεμούσαν αναμεταχύ τους, έρριχναν ο ένας στον άλλο ραϊδιά, γιατί δεν είχαν ντουφέκια τότες. Τέτοιοι θα ήμασταν και εμείς, αλλά ανάθεμα στη Μονοβύζα, που μας κατάντησε σαν που είμαστε σήμερα!» (Μικρό Σούλι, Κουρέντων, 19ος αι.). Τα χωριά Κρετσούνιστα και Βελτσίστα απέχουν δυόμισι ώρες μεταξύ τους. Το ένα βρίσκεται στη δεξιά, το άλλο στην αριστερά όχθη του Θύαμη (Καλαμά). Η απόσταση του Μικρού Σουλιού από την Άρτα είναι δύο ημερών δρόμος. Ραδιά = ογκόλιθοι, βράχοι. Μονοβύζα = γυναίκα με ένα βυζί.

«Τη Σκάλα της Παραμυθιάς την έχτισε η Μονοβύζα. Η Μονοβύζα ήταν από τη γενιά των Ελλένηδων. Είχε ένα παιδί μοναχά, κι αυτό άξιο σαν κι αυτή, και τση το σκότωσαν οι-γι-άλλοι Ελλένηδες. Άντας έμαθε το σκοτωμό του παιδιού της, άρπαξε ένα τσουμπάρι και το πέταξε στους φονιάδες. Και σήμερα είναι το τσουμπάρι αυτό και φαίνεται στσι Κοντάτες» (Παραμυθιά, 20ος αι.). Τσουμπάρι = (μικρός) λόφος.

«Η Μονοβύζα ήταν από τη γενιά των Ελλένηδων. Είχε ένα βυζί μοναχά που το ’ριχνε στην πλάτη, γιατί ήταν πολύ μεγάλο και σβαρνίζουνταν. Κατοίκαε στο παλάτι της στη Γκρίκα» (Παραμυθιά, 20ος αι.). Σβαρνίζουνταν = σερνόταν πάνω στο χώμα. Γκρίκα = χωριό της Θεσπρωτίας.

2. Εκφράσεις - τραγούδια
«Η Αγγελική της Κούμαινας έχει άντρα παλικάρι,
Σαν Έλληνας έχει τσαμπά και στήθια σα λιοντάρι»
(19ος αι.). Τσαμπά = μακριά μαλλιά, κότσο.

3. Αθανασία - θάνατος
«Στα χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Έλληνες. Αυτοί έχτισαν το κάστρο μας. Τις μεγάλες βαριές πέτρες που βλέπεις εκεί τις κουβαλούσαν με τα χέρια τους. Οι Έλληνες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς ανθρώπους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσσια. Καθένας τους στην καθησιά του έτρωγε ένα ολόκληρο βόδι και όσα καρβέλια μπορεί να ψήσει ένας φούρνος μεμιάς. Για να καταλάβεις πόσο γερά έτρωγαν: κάποτε αρρώστησε το παιδί μιας Ελλήνισσας και έχασε την όρεξή του. Όταν άρχισε να παίρνει τ’ απάνω του, μια γειτόνισσα ρώτησε τη μητέρα πώς τα πηγαίνει ο γιος της. – Κάτι καλύτερα, είπε εκείνη. Σήμερα έφαγε πέντε καρβέλια ψωμί και ένα βουβαλοκέφαλο. Με αυτό ήθελε να δείξει πως η όρεξη του παιδιού της είχε αρχίσει να ξανάρχεται. Αυτοί οι άνθρωποι σιγά-σιγά χάθηκαν, γιατί η γη, τόσο που έτρωγαν, δε βαστούσε να τους θρέψει» (Θεσπρωτία, 20ος αι.).

«Φόντες ήμουν εφτά χρονώ παιδούλα, έσκαβα μια μέρα με τον μπαρμπ’-Αναγνώστη τον εκκλησιάρη στην Παλιοχώρα για μια θαματουργή εικόνα. Όπου να, ξεθάβουμε κάτι κάρακλα και ραχοπόδαρα, τόσα! – ου, μπαρμπ’-Αναγνώστη, είπα, τι άνθρωποι είναι τούτοι; - Αμ οι παλιοί Έλληνες, κόρη μου, ήταν δρακοθεμελιακοί. Θηλυκιά ώρα δεν ήξεραν ποτέ. Έριναν οι γυναίκες το βυζί στην πλάτη να βυζάξουν το παιδί κι ομπρός ζύμωναν. Κι οι-γι-άντρες, γιες μου, έδεναν τα μουστάκια πίσω στο κεφάλι, όταν έτρωγαν. Τέτοια θερία ακατέλυτα ήταν! – Καλά, και δεν πέθαιναν; - Πώς δεν πέθαιναν! Το νου τους τον είχαν στον αγέρα, και από το πολύ τ’ ασικλίκι δεν τήραγαν τη γης. Εκεί που πάγαιναν σ’ ένα γλέντι με το κεφάλι απάνω όλοι αντάμα, δεν τήραξαν ένα χάσμα μπροστά τους και διάβηκαν ολοσούσουμοι στον Κάτω Κόσμο. Για δαύτο τη λεν Παλιόχωρα! Και λέοντας αυτά ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο κλησιάρης, βάρεσε κι η αξίνα απάνω στο κόνισμα της Παναγίας, μεγάλη η χάρη Της!» (Λευτεροχώρι Φιλιππιάδας, 20ος αι.).

«Για να φτιάσουν το κάστρο της Κουκουλίστας οι Έλληνες, επειδής δεν έβρισκαν εκεί σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σε δυο ώρες μακριά και κουβάλαγαν πέτρες από πάνω απ’ τα Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούν τώρα να τις αναταράξουν ούτε με βιζίλες. Τόσο στοιχειωμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, γυναίκες άντρες. Αλλά τότες τους ήρθε ο σωσμός τους. Ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια που τους τσίμπαγαν και πέθαιναν ένας κοντά στον άλλον. Και μια Ελλέννισσα, πόφερνε ένα θεόρατο λιθάρι για το κάστρο, δεν πρόφτασε να τ’ αποσώσει στην Κουκουλίστα και πέθανε στο δρόμο. Και το λιθάρι έμεινε σιμά στο λαγκάδι που χωρίζει την Τζιούμα από τα Σχωρέτσαινα» (Σχωρέτσαινα Τζουμέρκων, 20ος αι.). Βεζίλες = μοχλοί.

«Οι παλιοί Έλληνες πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλον, γιατί τους στίμπαγαν κάτι κουνούπια μεγάλα, θεοκούνουπα, πόστειλε ο Θεός για να τους καταστρέψει. Πολλοί απ’ αυτούς, για να γλιτώσουν, τρύπωναν μέσα στους λόγγους, στις σπηλιές, κι όπου πρόφταιναν. Ένας τυφλώθηκε, κι ύστερ’ από καιρό βγήκ’ απ’ το σπήλιο που ’ταν κρυμμένος, κι εκεί ήβρηκε έναν ζευγίτη απ’ τη νέα πλάση και του ζήτησε να του δώκει το χέρι του. Ήθελε να δοκιμάσει τι δύναμη έχουν οι άνθρωποι απ’ τη νέα γενιά. Ο ζευγίτης φοβήθηκε κι αυτός να του δώσει το χέρι του, τόδωκε το υνί απ’ τ’ αλέτρι. Ο Έλληνας το ’πιασε με τη χερούκλα του, το χεράκωσε και το ’σφιξε τόσο πολύ που το ’καμε σαν προζύμι μαλακό, και το υνί έβγαλε νερό. Τότε ο Έλληνας είπε: - Και σεις είστε γεροί, όχι όμως σαν εμάς. Εμείς ήμασταν δυνατότεροι!» (Σχωρέτσαινα Τζουμέρκων, 20ος αι.).


«Παλιόν καιρό οι-γι-αθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ’ όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί αθρώποι, γι’ αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν. Μοναχά τη νύχτα έβγαιναν οι αθρώποι, που κοιμούνταν τα κουνούπια, και το πουρνό, πριν βαρέσει ο ήλιος, και το βράδυ, μότι βασίλευε. Όλη την άλλη μέρα κάουνταν μες στη γης. Είχαν φτιάσει εκεί κατοικιά ίσια για έναν άνθρωπο. Είχαν το χωμί τους, το νερό τους σε μποτίλιες, τη λάμπα τους κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο. Μα δεν μπόρεσαν να ζήσουν όλη τη μέρα κλεισμένοι, κι ένας-ένας χάθηκαν. Σήμερα σκάφτουν και βρίσκουν τα κατοικιά τους, σεντούκια λιθαρένια. Μέσα βρίσκουν τα κόκαλά τους, λάμπες, μπότια και ό,τι άλλο είναι» (Παραμυθιά, 20ος αι.). Μπότια = στάμνες.


Ευχαριστούμε τον Δρ Κώστα Βίτκο για την παροχή αυτού του άρθρου.

No comments: