Υπάρχουν άτομα που περνούν ολόκληρη την ζωή τους φαινομενικά στην αφάνεια. Όμως, με το παράδειγμά τους, με την γενναιότητά τους, την στοϊκότητά τους, το απαράμιλλό τους ήθος και την απέραντη τους αγάπη, αγγίζουν τις καρδιές και τις ψυχές όλων όσων έρχονται σε επαφή μαζί τους.
Ένα τέτοιο άτομο υπήρξε και η Παναγιώτα Παύλου, η γηραιότερη Ηπειρώτισσα στην Αυστραλία, η «γιαγιά Πανάγιω,» για όσους τη γνώριζαν, η οποία απεβίωσε σε ηλικία 105 χρονών, στις 20 Ιουλίου 2011. Με το πέρασμα της, η παροικία μας χάνει μία ιστορική και διαχρονική μορφή, η οποία γεννήθηκε στο Πέραμα Ιωαννίνων, με καταγωγή από το Σούλι, στις αρχές του περασμένου αιώνος και ως υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έζησε την θρυλική απελευθέρωση των Ιωαννίνων και την προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Η βαθύτατα ανθρωπιστική της αντίληψη των γεγονότων εκείνων θα επικεντρωθεί όχι τόσο στον εθνικό θρίαμβο, αλλά στην απώλεια: «Οι Τούρκοι του χωριού άκουγαν τις ζητωκραυγές και έκλαιγαν. Ήξεραν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τους φίλους τους. Έχασαν τα πάντα,» μας εξιστορούσε και σκουπίζε από τα μάτια της τα δάκρια που έχυνε για κάποιους χαμένους Τούρκους του 1912.
Η αντίληψή της δικαιώνεται από την ίδια της τη ζωή, όπου μία απώλεια διαδέχτηκε την άλλη. Μωρό ακόμα χάνει τους γονείς της και χωρίζεται από τα αδέρφια της. Η τραυματική αυτή εμπειρία την γαλουχεί τόσο στην αντοχή του πόνου, όσο και στην συμπόνια για τον συνάνθρωπο. Δυναμώνει την προσήλωσή της στην οικογένεια αλλά και στην αλληλεγγύη με τους συγχωριανούς της. Στη συνέχεια, θα ζήσει τα δεινά χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Θα δει τα γύρω χωριά να καίγονται από την θηριωδία των Γερμανών και θα ζήσει την αγωνία του επικείμενου ολοκαυτώματος του δικού της χωριού. Το ήθος και η αξιοπρέπειά της δεν θα την επιτρέψουν όμως να γίνει βουβή μάρτυρας της γενοκτονίας της Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων από τους Ναζί. Αντίθετα, μαζί με άλλους συγγενείς της, θα προσπαθήσει να ταΐσει, να κρύψει και να φυγαδέψει πολλούς από αυτούς. Είναι μια σχεδόν άγνωστη πτυχή της ζωής της, που θα την ανακαλύψει στα εγγόνια και τα δισέγγονά της μετά το πέρασμα μισού σχεδόν αιώνος. Θα ακολουθήσουν άλλα γεγονότα, φρικτά, στα οποία θα υπαινιχθεί και μόνο. Η ιστορία του βιώματος του καθενός απαρτίζεται όχο μόνο από αυτά που σου εξιστορεί αλλά και από αυτά που απορρίπτει. Η ιστορία της γιαγια-Πανάγιως είναι αυτή της καρτερικότητας διαμέσου του διαχρονικού πόνου.
Την ίδια εποχή, θα χάσει τον άνδρα της, και δύο μικρά παιδιά. Χήρα, με τέσσερα ορφανά, οι πέτρινες συγκυρίες του Εμφυλίου δεν θα της επιτρέψουν να τα πενθήσει, αλλά θα ριχθεί αμείλικτα στον σκληρό αγώνα να ζήσει την οικογένεια της. Τα εμπόδια πολλά αλλά οι επιλογές λίγες. Μισόν αιώνα αργότερα σε ηλικία 93 ετών, καθ’ οδόν για τα Γιάννενα, θα προσπαθήσει να μου μεταφέρει, με την Ηπειρώτική της προφορά, την απόγνωση μιας απροστάτευτης μάνας και χήρας που βλέπει τα παιδιά της να πεινούν: «Ο, τι και να συμβεί, όσο και να πονάς, όσο και να νομίζεις ότι χάθηκαν τα πάντα, εσύ θα σκωθείς. Κι αν δεν μπορείς να σκωθείς, θα συρθείς και θα κάνεις το καθήκον σου. Γιατί θες δε θες, ο ήλιος θα φέξει και θα φέρει το πρωί.» Το παράδειγμα αυτό, της ακαμψίας και της επιμονής, έγινε ιδεολογία ολόκληρης της οικογένειας μας.
Οι χωριανοί της θυμούνται μια κυρά τότες Πανάγιω απελευθερωμένη από τις ταξικές και άλλες προκαταλήψεις μιας στείρας εποχής. Σε αυτήν προσέφευγαν τα ορφανά του χωριού για παρηγοριά, τα μικρά παιδιά όταν ήταν να τιμωρηθούν από τους γονείς της για τις ζαβολιές τους, οι χαροκαμένες μανάδες για να ξεφορτώσουν τον πόνο τους, καθώς και αυτοί που θεωρούνταν κατώτεροι – οι Γύφτοι, οι Εβραίοι και οι πρόσφυγες, Για όλους είχε έναν καλό λόγο, ένα κομμάτι ψωμί, ή έστω κι ένα λουλούδι.
Το 1964, θα μεταναστεύσει στην Αυστραλία με την εγγονή της. Εγκαθίσταται στο Flemington όπου θα γίνει η «γιαγιά» της περιοχής, φυλάγοντας και προσέχοντας τα παιδιά όλων των νεομεταναστών, Ελλήνων και μη, που έπρεπε να εργαστούν και δεν είχαν την ευχέρεια να μεγαλώσουν τα ίδια τους τα βλαστάρια. Θα δει στα πρόσωπα όλων των μωρών, όλων των παιδιών που μεγάλωσε, τις μορφές των δύο παιδιών που έχασε και δεν θα πάψει, ακόμη και στις τελευταίες τις στιγμές, να τα θρηνεί. Ολόκληρη γενιά παιδιών μεγάλωσε στα χέρια της γιαγια-Πανάγιως, και όλα έχουν θερμανθεί από τον ζεστό πυρήνα της καρδιάς της. Σήμερα, οικογενειάρχες με παιδιά δικά τους, μεταφέρουν στις επόμενες γενιές την αγάπη και το παράδειγμα ήθους και καλοσύνης που τους το εμφύσησε μία «ασήμαντη» αλλά επιβλητική γιαγιά.
Συνέχισε να υπηρετεί και να φροντίζει το νοικοκυριό της, καθώς και την ευρύτερη οικογένειά της, ως και τα ενενήντα οχτώ της χρόνια. Την ιστορία του χωριού, των παιδικών χρόνων της μητέρας μου, αλλά και τα ηθικά διδάγματα τα οποία είναι τόσα απαραίτητα στην διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός νέου τα έμαθα στην κουζίνα, βλέποντας τη γιαγιά να πλάθει πίτα με την μητέρα μου. Το κάθε φύλλο που άνοιγε, μία ακόμη ιστορία, μία ακόμη παρατήρηση, ένα ακόμα γεγονός που θα έπρεπε να ξεχαστεί αλλά τσούζει ακόμα. Διότι η τύχη της φυλάει ακόμη πένθος. Θα χάσει ακόμη έναν εγγονό κι έναν δισέγγονο κι όμως θα συνεχίσει να προσφέρει στους γύρω της, χωρίς να αφεθεί ολότελα στο θρήνο.
Στην εκατοστή επέτειο των γενεθλίων της (ημερομνηία αμφισβητήσιμη εφόσον οι χωριανοί της χρονολογούν την γέννησή της το 1904 και όχι το 1906), τη ρώτησα: «Τι να σου ευχηθώ γιαγιά; Δεν μπορώ να σου ευχηθώ να τα εκατοστίσεις. Τα πέρασες ήδη τα εκατό. Θα τα χιλιάσεις σίγουρα.» Με κοίταξε με τα μικρά μαύρα διαπεραστικά της μάτια, που είχαν την ιδιότητα να μαντεύουν και την πιο ασήμαντη μου σκέψη και μου έσφιξε το χέρι. «Τι να μου ευχηθείς;» μου απάντησε. «Για δες γύρω, τόσους νοματαίους. Έχω τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δεκαέξι δισέγγονα. Είναι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι δικοί μου. Τι άλλο να μου ευχηθείς; Δόξα τω Θεώ χιλιάδες φορές.» Αξιόλογο δε είναι το γεγονός ότι η αιωνόβια πλέον γιαγιά, συνέχιζε να μας δίνει συμβουλές που αφορούσαν απόλυτα την καθημερινή μας ζωή. Η δική της ματιά διαπερνούσε τις προκαταλήψεις και της πεπαλαιωμένες νοοτροπίες παλιών εποχών διότι επικεντρώνονταν πάντοτε στον άνθρωπο. Οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος την έμαθαν τι ακριβώς έχει σημασία στη ζωή. Έτσι, συνέχισε ως το τέλος της, να αποτελεί το επίκεντρο της οικογένειάς της. Ο πόνος μας για την απώλειά της είναι απερίγραπτος.
Όταν ραγιστεί το θεμέλιο ενός οικήματος, μέλλει να καταρρεύσει. Η γιαγια-Πανάγιω όμως έχτισε θεμέλια βαθιά, θεμέλια ανθρωπιάς και καλοσύνης που δεν πρόκειται να ραγίσουν ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ γράμματα, ούτε διακρίθηκε σε κανέναν δημόσιο ή επαγγελματικό τομέα. Όμως η προσφορά της στην παροικία είναι αμέτρητη. Ας αναπαυτεί εν ειρήνη.
Ένα τέτοιο άτομο υπήρξε και η Παναγιώτα Παύλου, η γηραιότερη Ηπειρώτισσα στην Αυστραλία, η «γιαγιά Πανάγιω,» για όσους τη γνώριζαν, η οποία απεβίωσε σε ηλικία 105 χρονών, στις 20 Ιουλίου 2011. Με το πέρασμα της, η παροικία μας χάνει μία ιστορική και διαχρονική μορφή, η οποία γεννήθηκε στο Πέραμα Ιωαννίνων, με καταγωγή από το Σούλι, στις αρχές του περασμένου αιώνος και ως υπήκοος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έζησε την θρυλική απελευθέρωση των Ιωαννίνων και την προσάρτηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Η βαθύτατα ανθρωπιστική της αντίληψη των γεγονότων εκείνων θα επικεντρωθεί όχι τόσο στον εθνικό θρίαμβο, αλλά στην απώλεια: «Οι Τούρκοι του χωριού άκουγαν τις ζητωκραυγές και έκλαιγαν. Ήξεραν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τους φίλους τους. Έχασαν τα πάντα,» μας εξιστορούσε και σκουπίζε από τα μάτια της τα δάκρια που έχυνε για κάποιους χαμένους Τούρκους του 1912.
Η αντίληψή της δικαιώνεται από την ίδια της τη ζωή, όπου μία απώλεια διαδέχτηκε την άλλη. Μωρό ακόμα χάνει τους γονείς της και χωρίζεται από τα αδέρφια της. Η τραυματική αυτή εμπειρία την γαλουχεί τόσο στην αντοχή του πόνου, όσο και στην συμπόνια για τον συνάνθρωπο. Δυναμώνει την προσήλωσή της στην οικογένεια αλλά και στην αλληλεγγύη με τους συγχωριανούς της. Στη συνέχεια, θα ζήσει τα δεινά χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Θα δει τα γύρω χωριά να καίγονται από την θηριωδία των Γερμανών και θα ζήσει την αγωνία του επικείμενου ολοκαυτώματος του δικού της χωριού. Το ήθος και η αξιοπρέπειά της δεν θα την επιτρέψουν όμως να γίνει βουβή μάρτυρας της γενοκτονίας της Εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων από τους Ναζί. Αντίθετα, μαζί με άλλους συγγενείς της, θα προσπαθήσει να ταΐσει, να κρύψει και να φυγαδέψει πολλούς από αυτούς. Είναι μια σχεδόν άγνωστη πτυχή της ζωής της, που θα την ανακαλύψει στα εγγόνια και τα δισέγγονά της μετά το πέρασμα μισού σχεδόν αιώνος. Θα ακολουθήσουν άλλα γεγονότα, φρικτά, στα οποία θα υπαινιχθεί και μόνο. Η ιστορία του βιώματος του καθενός απαρτίζεται όχο μόνο από αυτά που σου εξιστορεί αλλά και από αυτά που απορρίπτει. Η ιστορία της γιαγια-Πανάγιως είναι αυτή της καρτερικότητας διαμέσου του διαχρονικού πόνου.
Την ίδια εποχή, θα χάσει τον άνδρα της, και δύο μικρά παιδιά. Χήρα, με τέσσερα ορφανά, οι πέτρινες συγκυρίες του Εμφυλίου δεν θα της επιτρέψουν να τα πενθήσει, αλλά θα ριχθεί αμείλικτα στον σκληρό αγώνα να ζήσει την οικογένεια της. Τα εμπόδια πολλά αλλά οι επιλογές λίγες. Μισόν αιώνα αργότερα σε ηλικία 93 ετών, καθ’ οδόν για τα Γιάννενα, θα προσπαθήσει να μου μεταφέρει, με την Ηπειρώτική της προφορά, την απόγνωση μιας απροστάτευτης μάνας και χήρας που βλέπει τα παιδιά της να πεινούν: «Ο, τι και να συμβεί, όσο και να πονάς, όσο και να νομίζεις ότι χάθηκαν τα πάντα, εσύ θα σκωθείς. Κι αν δεν μπορείς να σκωθείς, θα συρθείς και θα κάνεις το καθήκον σου. Γιατί θες δε θες, ο ήλιος θα φέξει και θα φέρει το πρωί.» Το παράδειγμα αυτό, της ακαμψίας και της επιμονής, έγινε ιδεολογία ολόκληρης της οικογένειας μας.
Οι χωριανοί της θυμούνται μια κυρά τότες Πανάγιω απελευθερωμένη από τις ταξικές και άλλες προκαταλήψεις μιας στείρας εποχής. Σε αυτήν προσέφευγαν τα ορφανά του χωριού για παρηγοριά, τα μικρά παιδιά όταν ήταν να τιμωρηθούν από τους γονείς της για τις ζαβολιές τους, οι χαροκαμένες μανάδες για να ξεφορτώσουν τον πόνο τους, καθώς και αυτοί που θεωρούνταν κατώτεροι – οι Γύφτοι, οι Εβραίοι και οι πρόσφυγες, Για όλους είχε έναν καλό λόγο, ένα κομμάτι ψωμί, ή έστω κι ένα λουλούδι.
Το 1964, θα μεταναστεύσει στην Αυστραλία με την εγγονή της. Εγκαθίσταται στο Flemington όπου θα γίνει η «γιαγιά» της περιοχής, φυλάγοντας και προσέχοντας τα παιδιά όλων των νεομεταναστών, Ελλήνων και μη, που έπρεπε να εργαστούν και δεν είχαν την ευχέρεια να μεγαλώσουν τα ίδια τους τα βλαστάρια. Θα δει στα πρόσωπα όλων των μωρών, όλων των παιδιών που μεγάλωσε, τις μορφές των δύο παιδιών που έχασε και δεν θα πάψει, ακόμη και στις τελευταίες τις στιγμές, να τα θρηνεί. Ολόκληρη γενιά παιδιών μεγάλωσε στα χέρια της γιαγια-Πανάγιως, και όλα έχουν θερμανθεί από τον ζεστό πυρήνα της καρδιάς της. Σήμερα, οικογενειάρχες με παιδιά δικά τους, μεταφέρουν στις επόμενες γενιές την αγάπη και το παράδειγμα ήθους και καλοσύνης που τους το εμφύσησε μία «ασήμαντη» αλλά επιβλητική γιαγιά.
Συνέχισε να υπηρετεί και να φροντίζει το νοικοκυριό της, καθώς και την ευρύτερη οικογένειά της, ως και τα ενενήντα οχτώ της χρόνια. Την ιστορία του χωριού, των παιδικών χρόνων της μητέρας μου, αλλά και τα ηθικά διδάγματα τα οποία είναι τόσα απαραίτητα στην διαμόρφωση του χαρακτήρα ενός νέου τα έμαθα στην κουζίνα, βλέποντας τη γιαγιά να πλάθει πίτα με την μητέρα μου. Το κάθε φύλλο που άνοιγε, μία ακόμη ιστορία, μία ακόμη παρατήρηση, ένα ακόμα γεγονός που θα έπρεπε να ξεχαστεί αλλά τσούζει ακόμα. Διότι η τύχη της φυλάει ακόμη πένθος. Θα χάσει ακόμη έναν εγγονό κι έναν δισέγγονο κι όμως θα συνεχίσει να προσφέρει στους γύρω της, χωρίς να αφεθεί ολότελα στο θρήνο.
Στην εκατοστή επέτειο των γενεθλίων της (ημερομνηία αμφισβητήσιμη εφόσον οι χωριανοί της χρονολογούν την γέννησή της το 1904 και όχι το 1906), τη ρώτησα: «Τι να σου ευχηθώ γιαγιά; Δεν μπορώ να σου ευχηθώ να τα εκατοστίσεις. Τα πέρασες ήδη τα εκατό. Θα τα χιλιάσεις σίγουρα.» Με κοίταξε με τα μικρά μαύρα διαπεραστικά της μάτια, που είχαν την ιδιότητα να μαντεύουν και την πιο ασήμαντη μου σκέψη και μου έσφιξε το χέρι. «Τι να μου ευχηθείς;» μου απάντησε. «Για δες γύρω, τόσους νοματαίους. Έχω τέσσερα παιδιά, δέκα εγγόνια και δεκαέξι δισέγγονα. Είναι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι δικοί μου. Τι άλλο να μου ευχηθείς; Δόξα τω Θεώ χιλιάδες φορές.» Αξιόλογο δε είναι το γεγονός ότι η αιωνόβια πλέον γιαγιά, συνέχιζε να μας δίνει συμβουλές που αφορούσαν απόλυτα την καθημερινή μας ζωή. Η δική της ματιά διαπερνούσε τις προκαταλήψεις και της πεπαλαιωμένες νοοτροπίες παλιών εποχών διότι επικεντρώνονταν πάντοτε στον άνθρωπο. Οι πικρές εμπειρίες του παρελθόντος την έμαθαν τι ακριβώς έχει σημασία στη ζωή. Έτσι, συνέχισε ως το τέλος της, να αποτελεί το επίκεντρο της οικογένειάς της. Ο πόνος μας για την απώλειά της είναι απερίγραπτος.
Όταν ραγιστεί το θεμέλιο ενός οικήματος, μέλλει να καταρρεύσει. Η γιαγια-Πανάγιω όμως έχτισε θεμέλια βαθιά, θεμέλια ανθρωπιάς και καλοσύνης που δεν πρόκειται να ραγίσουν ποτέ. Δεν έμαθε ποτέ γράμματα, ούτε διακρίθηκε σε κανέναν δημόσιο ή επαγγελματικό τομέα. Όμως η προσφορά της στην παροικία είναι αμέτρητη. Ας αναπαυτεί εν ειρήνη.
Kώστας Καλυμνιός