Sunday, July 15, 2012

ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ



Φαντάσου ευγενή αναγνώστη , αν μπορείς, ότι ο δικός μας δυσάρεστος χειμώνας μεταμορφώθηκε σε ένα λαμπερό καλοκαίρι και ότι λιάζεσαι με μια χαρακτηριστική παραλία της Μελβούρνης, π.χ. στο Brighton, παρέα με τις δυο αδερφές σου.


Καθώς αλλάζεις πλευρά βαριεστημένα και επιτρέπεις στον αυστραλιανό ήλιο να τηγανίσει ακόμα και αυγό στην πλάτη σου, γυρνάς στις αδερφές σου και τις ρωτάς στα ελληνικά : «Μου δίνεις λιγάκι το αντηλιακό ;».

Σχεδόν αμέσως δύο εύσωμα θηρία που κάθονται δίπλα σου και που μέχρι τώρα έμεναν απαρατήρητοι, σηκώνονται, υψώνονται από πάνω σου και απαιτούν: « Τι είπες; Πως τολμάς να μιλάς ελληνικά; Εάν θες να μιλάς ελληνικά πήγαινε στην Ελλάδα και κάνε ηλιοθεραπεία στις παραλίες εκεί. Εδώ είναι Αυστραλία. Μην μιλήσεις ποτέ ξανά ελληνικά εδώ».

Προσπαθείς να εξηγήσεις και με συντακτικά λάθη: «Άντε και **** Θα μιλάω ότι γλώσσα θέλω.» Και τότε στους δύο εύσωμους συνομιλητές σας προστίθενται ανεπαίσθητα και άλλοι δύο, σε αρπάζουν από τις μασχάλες και σε σέρνουν προς τη θάλασσα. Μόλις φτάνεις την αλμύρα σου κρατάνε το κεφάλι κάτω από το νερό με ξεκάθαρο σκοπό να σε πνίξουν. Ο λαιμός σου γεμίζει με νερό, η καρδιά σου αρχίζει να σφυροκοπάτε πάνω στα πλευρά σου και δευτερόλεπτα πριν χάσεις τις αισθήσεις σου σε τραβάνε από το νερό και επίκειται η πίστη σου από κάποιους ενδιαφερόμενους περαστικούς που αδυνατούν να πιστέψουν το έγκλημα που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια τους.

Πραγματικά αυτό είναι ένα σενάριο που θα μπορούσε να λάβει χώρα μόνο σε μια παθιασμένη ένωση μιας κυματώδους αυστραλιανής σαπουνόπερας και σε Ελληνο- Αυστραλιανές αξιώσεις ενός τηλεοπτικού δράματος. Γιατί σε αυτή τη χώρα, τόσο εμφανείς εκδηλώσεις ρατσισμού είναι, ευτυχώς, πολύ λίγες. Στην Αλβανία, και συγκεκριμένα κατά μήκος της ακτογραμμής Χιμάρας- Αγίων Σαράντα, οπού το παραπάνω δράμα ξετυλίχθηκε, τέτοια συμβάντα είναι πολύ συχνά.

Η Χιμάρα στην ελληνική μυθολογία, μια συλλογή επτά χωριών που καλύπτουν το χώρο ανάμεσα στα Ακροκεραύνια όροι και την παρθένα, σαν κόσμημα, Ιόνια ακτή, λεγόταν ότι ήταν μια από τις εισόδους του Κάτω Κόσμου. Οι Χιμαριώτες, σκληραγωγημένοι και πολεμιστές, είχαν αυτονομία σε όλη τη διάρκεια της τουρκικής επιβολής και πολέμησαν για την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, κατέληξαν να δουν τη πατρίδα τους να ενσωματώνεται στο αλβανικό κράτος. Εξαιτίας αυτού και επειδή σε αντίθεση με άλλες ελληνικές περιοχές της Βορείου Ηπείρου, αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους κομμουνιστές στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το σταλινικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα αρνήθηκε να συμπεριλάβει την περιοχή στην αυθαίρετα καθορισμένη «μειονοτική ζώνη» οπού τα ελληνικά μπορούσαν να μιλιούνται ελεύθερα. Σύμφωνα με τους αλβανούς δεν έζησαν Έλληνες στην Χιμάρα επομένως το να μιλάς ή να διαβάζεις στα ελληνικά ήταν εκτός νόμου.

Αντιληφθείτε, επομένως, την έκπληξη των Αλβανών πολιτών, εμποτισμένων με δεκαετίες εθνικιστικής προπαγάνδας, όταν μαθαίνουν μετά την πτώση του κομμουνισμού ότι αυτή η «αλβανική» περιοχή όχι μόνο εκλέγει συστηματικά Έλληνες στο κοινοβούλιο, σε πολιτειακά συμβούλια και σε τοπικές εκλογές αλλά και το 85% του τοπικού πληθυσμού προσδιορίζει τον εαυτό του ως Έλληνα.

Ενώ, κάποιοι προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο, υποστηρίζοντας ότι οι Χιμαριώτες είναι εξαπατημένοι Αλβανοί που έχουν πέσει θύματα της ελληνικής προπαγάνδας, άλλοι καταφεύγουν σε πιο ύπουλα μέσα. Θυμάμαι να σταματάω στην πλατεία του σκονισμένου Αγίου Βασιλείου, ένα κάποτε ελληνικό χωριό που τώρα είναι καθαρά αλβανικό, για να αγοράσω λίγο νερό. Στον τοίχο την πλατείας , με μεγάλα ελληνικά γράμματα μια επιγραφή προκήρυττε : «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.» . Μόνο όταν φτάνει κανείς στα περίχωρα της Χιμάρας και βλέπει τέτοια γκράφιτι όπως: «Θέλωμε Ελληνικά Σχολεία,» ξεκινά να ξεφεύγει από το δυσάρεστο συναίσθημα που απορρέει από την διάσχιση των εθνοτικών ρηγμάτων.

Κάποιοι Αλβανοί από το Κόσσοβο που κατέβηκαν στην ακτή από τη μεσόγεια περιοχή τους και απρόσμενα συνάντησαν τέτοιου είδους εκδηλώσεις Ελληνικής ταυτότητας, όπως την επίδειξη της ελληνικής σημαίας και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους ντόπιους ,νοιώθουν εξαιρετικά θυμωμένοι και σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούμενοι στη βία για να αποκαταστήσουν την αλβανική ηγεμονία όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται ,στην περιοχή. Το 2010, ο εθνομάρτυρας Αριστοτέλης Γκούμας, σύρθηκε έξω από το μαγαζί του στην Χιμάρα από Αλβανούς που που τον κατεδίωκαν επειδή μίλαγε ελληνικά στις εγκαταστάσεις του. Πέρασαν από πάνω του επανειλημμένα με το μηχανοκίνητο όχημά τους και τον σκότωσαν. Αν και έγιναν συλλήψεις, δεν καταγράφηκε καμία καταδίκη εναντίων των δραστών. Το γεγονός αυτό αγνοήθηκε εκτεταμένα από τους Έλληνες της Ελλάδας και δίκαια. Εξάλλου, αφού έχουμε αγκαλιάσει όλοι την μονογλωσσία με τόση θέρμη, γιατί να ενδιαφερόμαστε εάν κάποιοι άνθρωποι που έχουν στερηθεί την χρήση της μητρικής τους γλώσσα για σαράντα χρόνια είναι τώρα έτοιμοι να πεθάνουν για το προνόμιο της ομιλίας της; Αν μη τι άλλο, η επιμονή τους στη διατήρηση της γλώσσας τους, στο ενδεχόμενο των βασανιστηρίων, της εξορίας και της φυλακής παρουσιάζει τις πενιχρές μας προσπάθειες, οπού οι περισσότεροι από τις μετέπειτα γενιές δεν μπορούν να διαχειριστούν ακόμα και την πιο βασική συζήτηση στα ελληνικά, όπως όλα τα αναποτελεσματικά.

Ο Αριστοτέλης Γκούμας υπέμεινε έναν τρομερό θάνατο για την γλώσσα του και την εθνικότητά του και κανείς εκτός Βορείου Ηπείρου δεν ενδιαφέρθηκε. Ο Νίκος, ένα νεαρό αγόρι από τον Μεσαπόταμο, που έτυχε να βρίσκεται σε μια ιδιωτική παραλία στους Αγίους Σαράντα με τις δύο αδερφές του, και είναι ο πρωταγωνιστής του όχι και τόσο φανταστικού σεναρίου μας, παραλίγο να πνιγεί επειδή μιλούσε ελληνικά και σώθηκε την τελευταία στιγμή. Είναι ευτυχές το ότι σώθηκε από τη μοίρα του αλλιώς και αυτός θα είχε αγνοηθεί από τους άνετους και αυτάρεσκα ναρκωμένους, σε όλο τον κόσμο ,συμπατριώτες του. Δεν είναι πλέον κοινότυπο να ρωτήσει κανείς πόσοι ακόμα Έλληνες πρέπει να πεθάνουν στη Βόρειο Ήπειρο μέχρι να καταλάβουμε ότι το κράτος έχει αποτύχει να τους δημιουργήσει την αίσθηση της ασφάλειας και μια δομή οπού τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα στην ελευθερία της θρησκείας και στον εθνικό δεσμό είναι σεβαστά και προστατεύονται Για την απάντηση, στο ενδεχόμενο της ελληνικής και της παγκόσμιας αδιαφορίας είναι τώρα παγερά εμφανής: όσοι χρειαστούν μέχρι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου είτε να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστοίες, είτε να εγκαταλείψουν μια πεισματάρικη δέσμευση στην ιδέα ότι είναι Έλληνες, κάτι που τους έχει φέρει μόνο δυσκολίες, πόνο και διώξεις και κανένα είδος κέρδους.

Εάν ποτέ βρεθείτε στην Βόρειο Ήπειρο, προσπαθήστε να φτάσετε στο φυλλώδες χωριό Λάμποβο. Μόλις φτάσετε αναζητήστε το σπίτι του Ευάγγελου Ζάππα. Καθώς φτάνετε στο θρυμματισμένο ερείπιο, κατάφυτο με τα ζιζάνια και τις κληματαριές του χρόνου, σκεφτείτε ότι επισκέπτεστε το σπίτι ενός Βορειοηπειρώτη που: έχτισε το Ζάππειο κτήριο στην Αθήνα, έχτισε το Καλλιμάρμαρο στάδιο στην Αθήνα, αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έχτισε σχολεία σε όλο το μήκος και πλάτος του ελληνικού κόσμου. Αφού τελειώσετε την ονειροπόληση πάνω στην ματαιότητα των ματαιοτήτων, πηγαίνετε στην Μοσχόπολη και δείτε εάν μπορείτε να εντοπίσετε την οικία του Γεωργίου Σίνα, διπλωμάτη και ιδρυτή του Αρσάκειου κολλεγίου στην Αθήνα και του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα μπορούσατε, εάν σας ενδιέφερε τόσο, να επισκεφτείτε αμέτρητα τέτοια χωριά και έρημα μέρη και να εντοπίσετε ένα ευδιάκριτο μοτίβο, οπού η συντριπτική πλειοψηφία των ευεργετών της σύγχρονης Ελλάδας, που της χάρισαν τα ιδρύματα που της έδωσαν τουλάχιστον την ευκαιρία της βιωσιμότητας, προέρχονταν από την Βόρειο Ήπειρο και έδωσαν τα πάντα στην σύγχρονη Ελλάδα , σε βάρος της γενέθλιας γης τους, η οποία δεν έχει επωφεληθεί ούτε με ένα ίχνος από την αγάπη για την πατρίδα των πιο διάσημων γιων της.

Το σενάριό μας θα μπορούσε να τελειώσει με τις τραυματισμένες αδερφές του νεαρού Νίκου αρνούμενες να μιλούν ελληνικά. Όμως ένα πράγμα είναι ανησυχητικά βέβαιο. Παρά την αδιαφορία των συμπατριωτών τους, και στο ενδεχόμενο της αποδοκιμασίας και του κινδύνου, οι Βορειοηπειρώτες θα συνεχίσουν απαθώς να ασπάζονται το ελληνισμό τους επειδή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά μέχρι το πικρό τέλος.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΥΜΝΙΟΣ